- ευσύγκριτος
- -η, -ο (Α εὐσύγκριτος, -ον)νεοελλ.αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλο εύκολααρχ.1. ο καλά συγκροτημένος, ο καλοφτιαγμένος2. ο διορατικός.επίρρ...εὐσυγκρίτως (Μ)με σωστή διάκριση, με τη «διάκριση» ως πνευματική αρετή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ-κρίνω].
Dictionary of Greek. 2013.